- εξαμινάρω
- ἐξαμινάρω (Μ) (από το λατ. examinare) ανακρίνω, εξετάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαμινιάζω — και αξαμινιάζω / ἐξαμινιάζω και ἀξαμινιάζω (Μ) (από το προβηγκιανό exammar) εξετάζω, ανακρίνω (βλ. και εξαμινάρω) … Dictionary of Greek